- νηφάλιμος
- νηφᾰλ-ιμος, ον, = sq., Orac. ap. Phleg.Fr.36.10 J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηφάλιμος — νηφάλιμος, ον (Α) νηφάλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ τού νήφω* + επίθημα άλιμος που προήλθε μάλλον από το πρόσφυμα αλ , που απαντά σε επίθ. σε αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, δıψ αλέος) και την κατάλ. ιμος (πρβλ. ειδ άλιμος, κυδ άλιμος)] … Dictionary of Greek
νηφαλίμων — νηφάλιμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηφάλιμ' — νηφάλιμα , νηφάλιμος neut nom/voc/acc pl νηφάλιμε , νηφάλιμος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)